Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθιγγανικός — ή, ό [αθίγγανος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αθίγγανο … Dictionary of Greek